ἀμυγδάλου

ἀμυγδάλου
ἀμύγδαλον
neut gen sg
ἀμύγδαλος
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμυγδαλοειδής — Αυτός που έχει σχήμα αμυγδάλου, που μοιάζει με αμύγδαλο. Α. είναι και ονομασία που χαρακτηρίζει ηφαιστειογενή πετρώματα με κοιλότητες σε σχήμα αμυγδάλου. Οι κοιλότητες αυτές δημιουργήθηκαν από φουσκάλες ατμού μέσα στη λάβα και έχουν μέγεθος… …   Dictionary of Greek

  • αμυγδάλα — Λίθινα κατασκευάσματα της κατώτερης παλαιολιθικής εποχής σε σχήμα αμυγδάλου. Μερικοί μελετητές έχουν προτείνει να περιληφθεί σε μία και μόνη φάση η κατώτερη παλαιολιθική εποχή (δηλαδή η αχελλαία ή χελλαία περίοδος), με την ονομασία αμυγδαλινή… …   Dictionary of Greek

  • αμυγδαλάτος — και μυγδαλάτος, η, ο (Μ ἀμυγδαλάτος, η, ον) αυτός που έχει μέγεθος αμυγδάλου νεοελλ. 1. αυτός που έχει σχήμα αμυγδάλου, αμυγδαλωτός 2. το ουδ. ως ουσ. το αμυγδαλάτο το γλύκισμα αμυγδαλωτό*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + παραγ. κατάλ. –ατος] …   Dictionary of Greek

  • αμυγδαλωτός — και μυγδαλωτός, ή, ό 1. αυτός που έχει σχήμα αμυγδάλου 2. αυτός που περιέχει ψίχα αμυγδάλου 3. το ουδ. ως ουσ. το αμυγδαλωτό είδος γλυκίσματος παρασκευασμένο από κοπανισμένα αμύγδαλα, αλεύρι, ζάχαρη, αβγά κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + παραγ.… …   Dictionary of Greek

  • άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… …   Dictionary of Greek

  • αμυγδαλή — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 26 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγιάς του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λακέρειας. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 103 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά… …   Dictionary of Greek

  • αμυγδαλομάτης — ο (θηλ. –μάτα) αυτός που έχει μάτια σε σχήμα αμυγδάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + μάτης < μάτι] …   Dictionary of Greek

  • αμυγδαλόπηκτο — το γλύκισμα αμυγδάλου, μαντολάτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + πηκτο < έπηξα, πήζω. Τη λ. χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο Ιταλός δημοσιογράφος και συγγραφέας Αντ. Φραβασίλης το 1888] …   Dictionary of Greek

  • αμυγδαλόφλουδα — και μυγδαλόφλουδα, η η εσωτερική φλούδα τού αμύγδαλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + φλούδα] …   Dictionary of Greek

  • αμυγδαλόψιχα — και μυγδαλόψιχα, η η ψίχα, ο φαγώσιμος καρπός τού αμύγδαλου που βρίσκεται μέσα στο κέλυφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + ψίχα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”